Κόρτε, Γιόσε ντε- — (Josses de Corte, Φλάνδρα 1627 – Βενετία 1679). Φλαμανδός γλύπτης. Εργάστηκε κυρίως στη Βενετία, όπου διακόσμησε διάφορους ναούς και κυρίως τον ναό του Σωτήρα. Επίσης, έχει φιλοτεχνήσει γλυπτά σε εκκλησίες της Πάντοβα και του Ροβίγκο. Θεωρείται ο … Dictionary of Greek
κόρτε — το (λ. ιταλ.), φλερτ, ερωτοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] … Dictionary of Greek
κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] … Dictionary of Greek
κορτάρισμα — και κορτετζάρισμα, το [κορτάρω] το κόρτε, η ερωτοτροπία, το φλερτ … Dictionary of Greek
φλέρτ — το, Ν ερωτοτροπία, κόρτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < flirt, λ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… … Dictionary of Greek
Λαμπραντόρ — (Labrador). Χερσόνησος (1.620.000 τ. χλμ., περ. 20.000 κάτ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του Καναδά, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας του Κεμπέκ και της Νέας Γης. Εκτείνεται ανάμεσα στον Ατλαντικό ωκεανό, στον πορθμό Χάντσον και… … Dictionary of Greek
κορτάρω — κάνω κόρτε, φλερτάρω, ερωτοτροπώ: Κορτάρει τις μικρές κοπέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλερτ — το άκλ. (λ. αγγλ.), χαριτολόγηση, ερωτοτροπία, κόρτε: Πριν παντρευτεί είχε πολλά φλερτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)